-
1 ορθοω
1) поднимать(τινα Hom.; κάρα, πρόσωπον Eur.)
ἕζετο δ΄ ὀρθωθείς Hom. — (Агамемнон) поднялся (с постели) и сел;ὀρθωθεὴς ἐπ΄ ἀγκῶνος Hom. — приподнявшись на локте, опершись на локоть2) делать прямым, выпрямлять(τὰ διεστραμμένα Arst.)
ὀρθούμενος Xen. — выпрямившись, держась прямо (ср. 5);ὀρθοῦσθαι Soph. — держаться прямо, т.е. существовать;ὀρθοῦται κανών Soph. — линейка пряма3) воздвигать, сооружать(ἔρυμα λίθοις Thuc.; Ζηνὸς βρέτας Eur.)
ὀ. ὕμνον Pind. — сложить гимн4) направлять в цель, давать нужное направлениеἢν τόδ΄ ὀρθωθῇ βέλος Soph. — если эта стрела попадет в цель;
ὀ. πόλιν Soph. — мудро править государством;ὧδε ποιήσας, ὀρθώσεις μὲν σεωυτόν Her. — сделав это, ты и себя осчастливишь;ὀ. ἀγῶνας Aesch. — обеспечить успех в борьбе;ὀ. συμφοράς τινι Aesch. — даровать счастье (успех) кому-л.5) pass. удаваться, преуспевать(ἢν ἥ διάβασις μέ ὀρθωθῇ Her.)
πόλις ὀρθουμένη Thuc. — процветающий город;τὸ ὀρθούμενον Thuc. — удача, успех6) приводить в порядок, восстанавливать, исправлять, улучшать(πάλιν τὰ πόλεως Soph.; οἶκον πατρῷον Eur.)
νῦν δ΄ ὤρθωσας στόματος γνώμην Aesch. — теперь-то ты высказал правильную мысль;ὀρθοῦσθαι γνώμην Eur. — опомниться, прийти в себя;οἱ ὀρθούμενοι Soph. — соблюдающие порядок, дисциплинированные (ср. 2)7) pass. быть правильным, справедливымοὕτω μὲν ὀρθοῖτ΄ ἂν ὅ λόγος ὅ παρὰ σεῦ εἰρημένος Her. — в таком случае было бы верно то, что ты сказал
8) возвеличивать, прославлять(Σικελίαν Pind.; ἄριστον ἀνδρῶν Plat.)
-
2 απελαυνω
1) прогонять, изгонять(τινά πόλεως Eur.; ἀπὸ τών ἄκρων Xen.; ἐκ τοῦ ἄστεος Arst.)
; pass.:(1) быть изгоняемым, подвергаться изгнанию(τῆς γῆς Soph.)
(2) не быть допускаемым, не иметь доступа(τῆς πολιτείας Lys.; τῶν ἀρχῶν Plat.)
2) отгонять, удалять, отвращать(τινί τι Xen.; med. τινός τι Anth.)
ἀπελήλατο τῆς φροντίδος περί τινος Her. — он был далек от мысли о чем-л.3) удерживать(τινὰ τοῦ ὅρκου Plut.)
4) уводить(στρατιήν Her.)
5) уходить, уезжать, отступать(ἐς τὰ; Σάρδις Her.; πρός τινα Xen.; ὀπίσω πάλιν Plut.)
-
3 αποστελλω
1) отправлять, посылать(πρός τινα Her.; πρεσβείαν Thuc.; ἀποστόλους Dem.)
οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Her. — посланные сражаться2) отсылать (обратно), отпускать(τινὰ πρὸς ναῦν πάλιν Soph.; ἀγγέλους Xen.)
3) отправлять в изгнание, изгонять(τινὰ γῆς Soph.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.)
; pass. быть изгоняемым Eur. и удаляться, уходить(ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem.)
ὡς ἀπεστάλη Soph. — с тех пор, как он уехал4) отбрасывать, подбирать(ἱμάτια ἀπό τινος Arph.)
5) гнать назад, отгонять(ὅ σεισμὸς ἀποστέλλει τέν θάλατταν Thuc.)
-
4 πωλεω
1) продаватьπ. τί τινι и τι πρός τινα Xen. — продавать что-л. кому-л.;
πάλιν π. Plat. — перепродавать;π. χρημάτων μεγάλων Her. — продавать за большие деньги;2) отдавать на откуп(τέλος Aeschin.)
3) перен. продавать, предавать за деньги(τὰ τῆς πόλεως πράγματα Dem.)
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Iota — Iota Inhaltsverzeichnis 1 Ἰατρέ, θεράπευσον σεαυτόν· 2 ἰδιώτης … Deutsch Wikipedia
APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… … Hofmann J. Lexicon universale
καταρρέω — (AM καταρρέω) 1. κατακρημνίζομαι, γκρεμίζομαι, σωριάζομαι κάτω (α. «κατέρρευσε η στέγη τού σπιτιού» β. «καραρρυῆναι δὲ τῷ ἱερῷ τὸν ὄροφον τεκμαίροιτο ἄν τις ὑπὸ τοῡ χρόνου», Παυσ.) 2. αφανίζομαι (α. «τής νεότητας μου ρεύμα, διατί δεν καταρρέεις… … Dictionary of Greek
μέχρι — και πριν από φωνήεν μέχρις (ΑΜ μέχρι και μέχρις) (χρησιμοποιείται ως πρόθ. καταχρηστ., ως επίρρ. τοπ. ή χρον. και ως χρον. σύνδ.) 1. έως, ίσαμε (α. «θα πάω μέχρι το Φάληρο» β. «θα έχω έλθει μέχρι τις επτά» γ. «μέχρι τῆς πόλεως», Θουκ. δ. «ὥστ… … Dictionary of Greek
προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… … Dictionary of Greek